- καγκελωτός
- -ή, -ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, -ή, -όν) [κάγκελ(λ)ον]1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καγκελωτός — ή, ό ο κατασκευασμένος ή περιφραγμένος με κάγκελα: Η πόρτα είναι καγκελωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαγκέλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κάγκελα, που δεν είναι περιφραγμένος ή διακοσμημένος με κάγκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καγκελωτός < καγκελώνω] … Dictionary of Greek
κιγκλιδωτός — ή, ό (Α κιγκλιδωτός, ή, όν) φραγμένος με κιγκλίδωμα, καγκελωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κιγκλιδώ. Βλ. και κιγκλίδωμα] … Dictionary of Greek
μακελλωτός — μακελλωτός, ή, όν (Α) περιφραγμένος με κιγκλίδες, με κάγκελα, καγκελωτός, κιγκλιδωτός («μακελλωταὶ θύραι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «τόπος περιφραγμένος» + κατάλ. (ω)τός (πρβλ. λατ. macellotae)] … Dictionary of Greek